Навык στα ελληνικά

Μετάφραση: навык, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιδεξιότητα, τέχνη, ικανότητα, εμπειρία, φιλοτεχνία, δεξιοτεχνία, πλευρά, δεξιοτήτων
Навык στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бесчестье στα ελληνικά - δυσμένεια, ταπείνωση, αμαυρώνω, όνειδος, ατιμία, infamy, κακοφημία, ...
  • грабеж στα ελληνικά - λάφυρα, αρπαγή, λεηλατώ, ληστεία, λεφτά, ράμπα, ληστείας, ...
  • двухчасовой στα ελληνικά - δυο, δύο, τα δύο, των δύο, σε δύο
  • жалобный στα ελληνικά - πένθιμος, περίλυπος, θρηνώδης, θρηνητικός, παραπονετικός, παραπονιάρικος, λυπητερός
Τυχαίες λέξεις
Навык στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιδεξιότητα, τέχνη, ικανότητα, εμπειρία, φιλοτεχνία, δεξιοτεχνία, πλευρά, δεξιοτήτων