Надавливать στα ελληνικά

Μετάφραση: надавливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρεσάρω, στύβω, ζουλώ, πιέζω, στριμώχνω, πρέσα, τύπος, πιεστήριο, πατήστε, πιέστε
Надавливать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акушерский στα ελληνικά - μαιευτικός, μαιευτικοί, μαιευτική, μαιευτικές, μαιευτικών
  • витаминизировать στα ελληνικά - εμπλουτίζω, vitaminize
  • вспыльчивый στα ελληνικά - εμπαθής, βιαστικός, φλογερός, βίαιος, εσπευσμένος, παθιασμένος, εμπρηστικός, ...
  • гардина στα ελληνικά - κουρτίνα, αυλαία, κουρτίνες, κουρτινών, τις κουρτίνες, παραπετάσματα, οι κουρτίνες
Τυχαίες λέξεις
Надавливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρεσάρω, στύβω, ζουλώ, πιέζω, στριμώχνω, πρέσα, τύπος, πιεστήριο, πατήστε, πιέστε