Надзиратель στα ελληνικά

Μετάφραση: надзиратель, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λογοκρίνω, αφεντικό, επιτηρητής, επιθεωρητής, επόπτης, λογοκριτής, ελεγκτής, αρχή εποπτείας, επιβλέπων, αρχή εποπτείας του, επόπτη
Надзиратель στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • буран στα ελληνικά - χιονοθύελλα, θύελλα, Blizzard, της Blizzard, χιονοθύελλας, την Blizzard
  • бушующий στα ελληνικά - απερίσκεπτος, ορμητικός, ακάθεκτος, πολυτάραχος, θυελλώδης, θορυβωδώς, βίαιος, ...
  • диффамация στα ελληνικά - συκοφαντία, δυσφήμιση, δυσφήμηση, δυσφήμησης, δυσφήμισης, τη δυσφήμιση, τη δυσφήμηση
  • единовременный στα ελληνικά - μοναδικός, μονός, μόνος, ασυνήθιστος, ανύπαντρος, μονόκλινος, εφάπαξ, ...
Τυχαίες λέξεις
Надзиратель στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λογοκρίνω, αφεντικό, επιτηρητής, επιθεωρητής, επόπτης, λογοκριτής, ελεγκτής, αρχή εποπτείας, επιβλέπων, αρχή εποπτείας του, επόπτη