Надсматривать στα ελληνικά
Μετάφραση: надсматривать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτηρώ, επιβλέπω, έλεγχος, εξουσιάζω, nadsmatrivat
Μεταφράσεις
- авантюризм στα ελληνικά - τυχοδιωκτισμό, τυχοδιωκτισμός, τυχοδιωκτισμού, τον τυχοδιωκτισμό, τυχοδιωχτισμού
- банальность στα ελληνικά - πεζότητα, κοινός, σαχλαμάρα, κοινοτυπία, κοινοτοπία, κοινοτυπίας, κοινοτοπίας, ...
- вшивый στα ελληνικά - άθλιος, κονιδιασμένος, nitty, κυρίως θέμα
- епанча στα ελληνικά - καζάκα, μανδύας, epanche
Τυχαίες λέξεις
Надсматривать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτηρώ, επιβλέπω, έλεγχος, εξουσιάζω, nadsmatrivat
Μεταφράσεις: επιτηρώ, επιβλέπω, έλεγχος, εξουσιάζω, nadsmatrivat