Насорить στα ελληνικά

Μετάφραση: насорить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απορρίμματα, κάνω, φτιάχνω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, σκουπίδια, nasorit
Насорить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • анархический στα ελληνικά - αναρχικός, αναρχική, αναρχικό, άναρχη, άναρχο
  • беглец στα ελληνικά - φυγόδικος, φυγάς, πρόσφυγας, ανεξέλεγκτων, φυγόδικου, διάχυτων
  • бычий στα ελληνικά - βοοειδών, των βοοειδών, βοοειδή, βόεια, βόειου
  • двудольный στα ελληνικά - δίλοβο
Τυχαίες λέξεις
Насорить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απορρίμματα, κάνω, φτιάχνω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, σκουπίδια, nasorit