Начинать στα ελληνικά
Μετάφραση: начинать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιβιβάζω, επιβιβάζομαι, αρχίζω, καθελκύω, μπαίνω, προέρχομαι, ξεκίνημα, εισέρχομαι, ξεκινώ, τοποθετώ, αρχή, εξαπολύω, μυώ, καθορισμένος, εκτοξεύω, εγκαινιάζω, εκκίνηση, έναρξη, έναρξης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- арийский στα ελληνικά - Άρια, Aryan, Άριας, Άριος, Άρεια
- блюдечко στα ελληνικά - πεταλίδα, πεταλίδας, πεταλίδος, limpet, λεπάδος
- дезинтегратор στα ελληνικά - αποσυνθέτων, αποσυνθετή, αποσαθρωτής, αποσαθρωτή, αποσαθρωτού
- детерминант στα ελληνικά - καθοριστικός, ορίζουσα, καθοριστή, καθοριστικός παράγοντας, καθοριστικό παράγοντα
Τυχαίες λέξεις
Начинать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιβιβάζω, επιβιβάζομαι, αρχίζω, καθελκύω, μπαίνω, προέρχομαι, ξεκίνημα, εισέρχομαι, ξεκινώ, τοποθετώ, αρχή, εξαπολύω, μυώ, καθορισμένος, εκτοξεύω, εγκαινιάζω, εκκίνηση, έναρξη, έναρξης
Μεταφράσεις: επιβιβάζω, επιβιβάζομαι, αρχίζω, καθελκύω, μπαίνω, προέρχομαι, ξεκίνημα, εισέρχομαι, ξεκινώ, τοποθετώ, αρχή, εξαπολύω, μυώ, καθορισμένος, εκτοξεύω, εγκαινιάζω, εκκίνηση, έναρξη, έναρξης