Неоплачиваемый στα ελληνικά

Μετάφραση: неоплачиваемый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τιμητικός, επίτιμος, απλήρωτη, πριν από την καταβολή, άνευ αποδοχών, άνευ, μη αμειβόμενη
Неоплачиваемый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • выплавлять στα ελληνικά - κάνω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, φτιάχνω, αθερίνα, μύριζε, τήγματος, ...
  • геохимия στα ελληνικά - γεωχημεία, Γεωχημείας, της γεωχημείας, γεωχημεία του
  • диетический στα ελληνικά - διαίτης, διατροφικές, διαιτητικές, διαιτητικά, διαιτητικών
  • единодержавие στα ελληνικά - μονοκρατορία, μονοκρατορίας, μονοκρατία, την μονοκρατορία, μονοκρατικό
Τυχαίες λέξεις
Неоплачиваемый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τιμητικός, επίτιμος, απλήρωτη, πριν από την καταβολή, άνευ αποδοχών, άνευ, μη αμειβόμενη