Τιμητικός στα ρωσικά
Μετάφραση: τιμητικός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неоплачиваемый, почетный, номинальный, титульная, титульной, титулярный, титулярного
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τιμητικός
τιμητικός τόμος, τιμητικός τόμος μαλτέζου, τιμητικός τόμος σταθόπουλου, τιμητικός τόμος αγαλλοπούλου, τιμητικός έπαινος στα «βατράχια» του λιμενικού για το φαρμακονήσι, τιμητικός λεξικό γλώσσας ρωσικά, τιμητικός στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- τιμαλφή στα ρωσικά - обладание, манатки, собственность, имущество, владение, ценности, драгоценности, ...
- τιμαλφής στα ρωσικά - благородный, ценный, полноценный, манерно-изысканный, ценность, промышленный, манерный, ...
- τιμολόγιο στα ρωσικά - пошлина, расценка, тариф, счет-фактура, счет, счета, фактура
- τιμωρία στα ρωσικά - взыскание, наказание, мучение, кара, возмездие, казнь, страдание, ...
Τυχαίες λέξεις
Τιμητικός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: неоплачиваемый, почетный, номинальный, титульная, титульной, титулярный, титулярного
Μεταφράσεις: неоплачиваемый, почетный, номинальный, титульная, титульной, титулярный, титулярного