Непритязательный στα ελληνικά
Μετάφραση: непритязательный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετριόφρων, απλός, σεμνός, μετριόφρονας, ταπεινός, ταπεινώς, ταπεινούς, lowly, ασήμαντο
Μεταφράσεις
- археологический στα ελληνικά - αρχαιολόγος, αρχαιολογικός, αρχαιολογικό, αρχαιολογικά, αρχαιολογικούς, αρχαιολογικών
- выносливость στα ελληνικά - εμμονή, δυνάμεις, επιμονή, αντοχή, αντοχής, την αντοχή, της αντοχής, ...
- горделиво στα ελληνικά - υπερήφανα, αλαζονικώς, υπεροπτικά, αλαζονικά, υπεροψία
- дарить στα ελληνικά - παρουσιάζω, επιχορηγώ, παραδίνω, χορηγώ, υποτροφία, δίνω, θυμάμαι, ...
Τυχαίες λέξεις
Непритязательный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετριόφρων, απλός, σεμνός, μετριόφρονας, ταπεινός, ταπεινώς, ταπεινούς, lowly, ασήμαντο
Μεταφράσεις: μετριόφρων, απλός, σεμνός, μετριόφρονας, ταπεινός, ταπεινώς, ταπεινούς, lowly, ασήμαντο