Обольстительный στα ελληνικά
Μετάφραση: обольстительный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δελεαστικός, θελκτικός, αποπλανητικός, σαγηνευτική, σαγηνευτικό, ελκυστική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- божеский στα ελληνικά - θεσπέσιος, δίκαιος, θεϊκός, μόλις, θείος, θεία, θεϊκή, ...
- вдаваться στα ελληνικά - σχέδιο, πρόγραμμα, προβάλλω, πηγαίνω, πάω, πάει, πάτε, ...
- вскормить στα ελληνικά - σηκώνω, αναστηλώνω, υψώνω, ανατρέφω, καλλιεργώ, τρέφω, θρέφουν, ...
- дюжинный στα ελληνικά - συνηθισμένος, μέτριος, κοινός, από τη δωδεκάδα, κατά δεκάδες, κατά δωδεκάδες
Τυχαίες λέξεις
Обольстительный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δελεαστικός, θελκτικός, αποπλανητικός, σαγηνευτική, σαγηνευτικό, ελκυστική
Μεταφράσεις: δελεαστικός, θελκτικός, αποπλανητικός, σαγηνευτική, σαγηνευτικό, ελκυστική