Обсушить στα ελληνικά
Μετάφραση: обсушить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στεγνός, ξηρός, στεγνώσει, στεγνώσουν, να στεγνώσει, στεγνώνει, στεγνώνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- антивоенный στα ελληνικά - αντιπολεμικό, αντιπολεμική, αντιπολεμικά, αντιπολεμικών, αντιπολεμικού
- бесплатный στα ελληνικά - δωρεάν, τσάμπα, αυτεξούσιος, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης
- виться στα ελληνικά - σκαρφαλώνω, κύμα, κουρδίζω, άνεμος, κατσαρώνω, μπούκλα, αιολική, ...
- еврейство στα ελληνικά - ιουδαϊσμός, Εβραίοι, Εβραϊσμού, Εβραϊσμός, Jewry
Τυχαίες λέξεις
Обсушить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στεγνός, ξηρός, στεγνώσει, στεγνώσουν, να στεγνώσει, στεγνώνει, στεγνώνουν
Μεταφράσεις: στεγνός, ξηρός, στεγνώσει, στεγνώσουν, να στεγνώσει, στεγνώνει, στεγνώνουν