Объединить στα ελληνικά

Μετάφραση: объединить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνδυάζω, ενώνω, εδραιώνω, ενσωματώνω, συνενώνω, συνδέω, συγχωνεύω, σύμμαχος, εμπεδώνω, κατατάσσομαι, συνδυασμός, συνδυάζουν, συνδυάσετε, συνδυάσει, συνδυάζει
Объединить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бактерицидный στα ελληνικά - βακτηριοκτόνο, βακτηριοκτόνου, βακτηριοκτόνος, βακτηριοκτόνες, βακτηριοκτόνα
  • грета στα ελληνικά - Greta, Γκρέτα, η Γκρέτα, την Γκρέτα, η Greta
  • демарш στα ελληνικά - αλλαγή σχεδίου, διάβημα, διαβήματος, διάβη, διάβημα της
  • достойный στα ελληνικά - άξιος, πρέπων, απαιτούμενος, μεταρσιωμένος, αξίζει, άξια, αντάξια, ...
Τυχαίες λέξεις
Объединить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνδυάζω, ενώνω, εδραιώνω, ενσωματώνω, συνενώνω, συνδέω, συγχωνεύω, σύμμαχος, εμπεδώνω, κατατάσσομαι, συνδυασμός, συνδυάζουν, συνδυάσετε, συνδυάσει, συνδυάζει