Одалживать στα ελληνικά
Μετάφραση: одалживать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δάνειο, δανείζομαι, δανείζω, δανεισμός, δανείζουν, δανείσει, δανείσουν, δανείζει, προσφέρονται
Μεταφράσεις
- виолончелист στα ελληνικά - τσελίστας, βιολοντσελίστας, τσελίστα, βιολοντσελίστα, ο τσελίστας
- воспретить στα ελληνικά - αποκρύπτω, αποκλεισμός, μπαρ, καταστέλλω, εμποδίζω, κάγκελο, αρνησικυρία, ...
- газомет στα ελληνικά - προβολέας, GAZOMET
- гедонистический στα ελληνικά - ηδονιστικός, hedonistic, ηδονιστική, ηδονιστικό, ηδονιστικού
Τυχαίες λέξεις
Одалживать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δάνειο, δανείζομαι, δανείζω, δανεισμός, δανείζουν, δανείσει, δανείσουν, δανείζει, προσφέρονται
Μεταφράσεις: δάνειο, δανείζομαι, δανείζω, δανεισμός, δανείζουν, δανείσει, δανείσουν, δανείζει, προσφέρονται