Одиночный στα ελληνικά

Μετάφραση: одиночный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασυντρόφευτος, ανύπαντρος, μόνος, μονόκλινος, απόκοσμος, πέλμα, ατομικός, μονός, γλώσσα, άτομο, μοναχικός, μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας
Одиночный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • африканский στα ελληνικά - αφρικανικός, Αφρικής, Αφρικανική, Αφρικανικής, της Αφρικής
  • беседа στα ελληνικά - συνέντευξη, συνομιλία, ομιλία, μιλώ, κουβεντιάζω, κουβέντα, συνομιλώ, ...
  • геологический στα ελληνικά - γεωλογικός, γεωλογική, γεωλογικές, γεωλογικών, γεωλογικούς σχηματισμούς
  • головомойка στα ελληνικά - κατσάδα, κατσάδα η
Τυχαίες λέξεις
Одиночный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασυντρόφευτος, ανύπαντρος, μόνος, μονόκλινος, απόκοσμος, πέλμα, ατομικός, μονός, γλώσσα, άτομο, μοναχικός, μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας