Однородный στα ελληνικά

Μετάφραση: однородный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικείος, παρόμοιος, λείος, ενιαίος, ομοιόμορφος, στολή, ενδόμυχος, στενός, ομοιογενής, ομοιόμορφη, ομοιόμορφο, ενιαίων, ομοιόμορφης
Однородный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • автовокзал στα ελληνικά - στάση λεωφορείου, σταθμό λεωφορείων, σταθμό των λεωφορείων, σταθμός λεωφορείων, στάση του λεωφορείου
  • высокий στα ελληνικά - οξυδερκής, βαρύς, οξύς, πανύψηλος, αλύγιστος, έντονος, άκαμπτος, ...
  • гром στα ελληνικά - μπουμπουνίζω, βροντώ, βροντές, βροντή, Thunder, κεραυνό, βροντής
  • денационализация στα ελληνικά - κατάργηση εθνικοποίησης, αποκρατικοποίηση, αποκρατικοποίησης, απεθνικοποίηση, την αποκρατικοποίηση
Τυχαίες λέξεις
Однородный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικείος, παρόμοιος, λείος, ενιαίος, ομοιόμορφος, στολή, ενδόμυχος, στενός, ομοιογενής, ομοιόμορφη, ομοιόμορφο, ενιαίων, ομοιόμορφης