Онемевший στα ελληνικά
Μετάφραση: онемевший, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεθαμένος, άναυδος, μουγγός, χαύνος, μουδιασμένος, άφωνος, χαζός, νεκρός, ναρκωμένος, εμβρόντητος, άφωνους, άφωνο, άφωνοι, άφωνη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бархатистый στα ελληνικά - απαλός, στιλπνός, βελούδινη, βελούδινο, βελούδινα, βελούδινες, βελούδινη και
- воткать στα ελληνικά - διαπλέκω, συνηφαίνω, αλληλοδιαπλέκονταν, interweave, διαπλέξει
- глушение στα ελληνικά - σφήνωμα, παρεμβολών, παρεμβολής, εμπλοκή, παρεμβολές
- гордиться στα ελληνικά - να είμαστε υπερήφανοι, να είναι υπερήφανοι, είναι υπερήφανοι, να είναι υπερήφανη, να είμαστε υπερήφανοι για
Τυχαίες λέξεις
Онемевший στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεθαμένος, άναυδος, μουγγός, χαύνος, μουδιασμένος, άφωνος, χαζός, νεκρός, ναρκωμένος, εμβρόντητος, άφωνους, άφωνο, άφωνοι, άφωνη
Μεταφράσεις: πεθαμένος, άναυδος, μουγγός, χαύνος, μουδιασμένος, άφωνος, χαζός, νεκρός, ναρκωμένος, εμβρόντητος, άφωνους, άφωνο, άφωνοι, άφωνη