Εμβρόντητος στα ρωσικά

Μετάφραση: εμβρόντητος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
молчаливый, онемевший, бессловесный, немой, безмолвный, безответный, невыразимый, ошеломлен, ошеломлены, ошеломил, потрясен, ошеломила
Εμβρόντητος στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμβρόντητος

εμβρόντητος σημασια, εμβρόντητος συνώνυμο, εμβρόντητος συνωνυμα, εμβρόντητος λεξικό γλώσσας ρωσικά, εμβρόντητος στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • εμβολιασμός στα ρωσικά - посев, окулировка, вакцинация, внедрение, вакцина, оспопрививание, прививка, ...
  • εμβροντησία στα ρωσικά - ступор, удар, оцепенение, одурь, недоумение, изумление, столбняк, ...
  • εμβόλιο στα ρωσικά - вакцинация, вакцина, вакцинальный, вакцинный, оспопрививание, вакцины, вакцину, ...
  • εμείς στα ρωσικά - мы, нас, нам, у нас
Τυχαίες λέξεις
Εμβρόντητος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: молчаливый, онемевший, бессловесный, немой, безмолвный, безответный, невыразимый, ошеломлен, ошеломлены, ошеломил, потрясен, ошеломила