Μουδιασμένος στα ρωσικά

Μετάφραση: μουδιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
оцепеневший, вялый, онемевший, онемелый, апатичный, оцепенелый, бездеятельный, оцепенелым, онемели, онемение, онемела
Μουδιασμένος στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μουδιασμένος

μουδιασμένος αντίχειρας, μουδιασμένοσ συνώνυμα, μουδιασμένος λεξικό γλώσσας ρωσικά, μουδιασμένος στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • μουγκρίζω στα ρωσικά - реветь, застонать, раскат, рявкать, канючить, выть, стонать, ...
  • μουγκρητό στα ρωσικά - стенать, стенание, причитать, застонать, стонать, жалоба, охнуть, ...
  • μουντός στα ρωσικά - бессмысленный, сумрачный, притупленный, угрюмый, косный, мрачный, глуповатый, ...
  • μουρμουρίζω στα ρωσικά - ворчанье, проворчать, шелест, буркнуть, бубнить, бормотать, бурчать, ...
Τυχαίες λέξεις
Μουδιασμένος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: оцепеневший, вялый, онемевший, онемелый, апатичный, оцепенелый, бездеятельный, оцепенелым, онемели, онемение, онемела