Определенный στα ελληνικά
Μετάφραση: определенный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποφασιστικός, οξυδερκής, θετικός, κοφτερός, καθοριστικός, διάστημα, μυτερός, περίοδος, σίγουρος, ακριβολόγος, βέβαιος, αιφνίδιος, ακριβής, συγκεκριμένος, σαφής, αυστηρός, ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους, ορισμένο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абсорбция στα ελληνικά - απορρόφηση, απορρόφησης, απορροφήσεως, την απορρόφηση, η απορρόφηση
- взъерошивать στα ελληνικά - βολάν, κυματισμών, πτυχώσεις, ruffles, πτυχώσεων
- винтообразный στα ελληνικά - ελικοειδής, σπείρα, σπιράλ, σπειροειδή, σπειροειδούς, σπειροειδές
- вступление στα ελληνικά - εισαγωγή, προσχώρηση, μύηση, απόκτημα, λήμμα, πρόλογος, υπόθεση, ...
Τυχαίες λέξεις
Определенный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποφασιστικός, οξυδερκής, θετικός, κοφτερός, καθοριστικός, διάστημα, μυτερός, περίοδος, σίγουρος, ακριβολόγος, βέβαιος, αιφνίδιος, ακριβής, συγκεκριμένος, σαφής, αυστηρός, ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους, ορισμένο
Μεταφράσεις: αποφασιστικός, οξυδερκής, θετικός, κοφτερός, καθοριστικός, διάστημα, μυτερός, περίοδος, σίγουρος, ακριβολόγος, βέβαιος, αιφνίδιος, ακριβής, συγκεκριμένος, σαφής, αυστηρός, ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους, ορισμένο