Καθοριστικός στα ρωσικά

Μετάφραση: καθοριστικός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
определенный, решающий, решительный, критический, убедительный, определитель, детерминант, детерминантой, детерминанта
Καθοριστικός στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθοριστικός

καθοριστικόσ ετυμολογία, καθοριστικός συνώνυμα, καθοριστικόσ ο ρόλοσ τησ ελλάδασ στη διαμόρφωση τησ ευρωπαϊκήσ ψηφιακήσ στρατηγικήσ, καθοριστικός στα αγγλικα, καθοριστικός english, καθοριστικός λεξικό γλώσσας ρωσικά, καθοριστικός στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • καθορίζω στα ρωσικά - предвосхищать, цитата, заставлять, побуждать, указать, решить, решать, ...
  • καθορισμένος στα ρωσικά - трафарет, обмуровать, агрегат, обрамлять, налаживать, установленный, клика, ...
  • καθρέφτης στα ρωσικά - отображать, отразить, отшибить, отражать, отбивать, отколотить, отобразить, ...
  • καθυστέρηση στα ρωσικά - затяжка, налетчик, остановка, опоздание, волынить, просрочивать, перебой, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθοριστικός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: определенный, решающий, решительный, критический, убедительный, определитель, детерминант, детерминантой, детерминанта