Αποφασιστικός στα ρωσικά
Μετάφραση: αποφασιστικός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
убедительный, определенный, критический, решающий, решительный, решающим, решающее, решающую, решающей
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποφασιστικός
αποφασιστικός στα αγγλικα, αποφασιστικός συνώνυμα, αποφασιστικός συνώνυμο, αποφασιστικός λεξικό γλώσσας ρωσικά, αποφασιστικός στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- αποφασίζω στα ρωσικά - определять, намерение, линовать, прекращать, царствовать, разлиновывать, предрешить, ...
- αποφασισμένος στα ρωσικά - решительный, непоколебимый, твердый, определенный, определяется, определяются, определены, ...
- αποφασιστικότητα στα ρωσικά - решение, решимость, приговор, умысел, решительность, намерение, непреклонность, ...
- αποφεύγω στα ρωσικά - увиливать, ускользнуть, увёртка, сторониться, трюк, хоронить, чуждаться, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποφασιστικός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: убедительный, определенный, критический, решающий, решительный, решающим, решающее, решающую, решающей
Μεταφράσεις: убедительный, определенный, критический, решающий, решительный, решающим, решающее, решающую, решающей