Освоить στα ελληνικά

Μετάφραση: освоить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετρ, δεξιοτέχνης, κύριος, εξομοιώνω, αφέντης, υιοθετώ, αποδέχομαι, μαθαίνω, μάθουν, μάθετε, να μάθουν, μάθει
Освоить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • батрак στα ελληνικά - farmhand
  • броненосец στα ελληνικά - μικρό φολιδωτό ζώο της Νότιας Αμερικής, Armadillo, αρμαδίλου, αρμαδίλος, αρμαντίλο
  • восторжествовать στα ελληνικά - θρίαμβος, θριαμβεύω, θρίαμβο, θριάμβου, νίκη, θρίαμβό
  • гарпия στα ελληνικά - άρπυια, στρίγκλα, Αρπύια, Άρπυιες, στρίγκλα που
Τυχαίες λέξεις
Освоить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετρ, δεξιοτέχνης, κύριος, εξομοιώνω, αφέντης, υιοθετώ, αποδέχομαι, μαθαίνω, μάθουν, μάθετε, να μάθουν, μάθει