Ослаблять στα ελληνικά

Μετάφραση: ослаблять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποτάσσω, ζουμί, προκρίνομαι, εξαναγκάζω, ξαλαφρώνω, μπόσικος, φτιάχνω, συρρικνώνομαι, αραιώνω, αποδυναμώνομαι, νωπός, χαλαρώνω, λάσκος, ελαττώνω, κατασκευάζω, χειροτερεύω, αποδυναμώνουν, αποδυναμώσει, να αποδυναμώσει, αποδυναμώσουν, εξασθενίσει
Ослаблять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • баловной στα ελληνικά - Baloven
  • баратрия στα ελληνικά - ναυταπάτη, barratry
  • безысходность στα ελληνικά - απόγνωση, απελπισία, απελπισίας, απόγνωσης, την απελπισία
  • высчитывать στα ελληνικά - λογαριάζω, υπολογίζω, εκπίπτω, υπολογισμό, υπολογίσει, υπολογίζουν, τον υπολογισμό, ...
Τυχαίες λέξεις
Ослаблять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποτάσσω, ζουμί, προκρίνομαι, εξαναγκάζω, ξαλαφρώνω, μπόσικος, φτιάχνω, συρρικνώνομαι, αραιώνω, αποδυναμώνομαι, νωπός, χαλαρώνω, λάσκος, ελαττώνω, κατασκευάζω, χειροτερεύω, αποδυναμώνουν, αποδυναμώσει, να αποδυναμώσει, αποδυναμώσουν, εξασθενίσει