Основной στα ελληνικά
Μετάφραση: основной, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απώτατος, αρχέγονος, έσχατος, βασικός, κυριότερος, ευρύς, πρωταρχικός, ύστατος, κύριος, κεντρικός, ταγματάρχης, πρωτεύουσα, φαρδύς, θεμελιώδης, τελικός, συνδετήρας, κύρια, κύριο, κύριας, κύριες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- благочестие στα ελληνικά - ευσέβεια, ευσέβειας, ευλάβεια, ευλάβειας, την ευσέβεια
- горох στα ελληνικά - μπιζέλι, μπιζέλια, αρακάς, τα μπιζέλια, πίσα, αρακά
- доказательный στα ελληνικά - αποδεικτική, αποδεικτικής, αποδεικτικό, αποδείξεως, αποδεικτικών
- жучок στα ελληνικά - πληροφοριοδότης, tipster, προγνωστικών, πληροφορών ιδιαιτερώς
Τυχαίες λέξεις
Основной στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απώτατος, αρχέγονος, έσχατος, βασικός, κυριότερος, ευρύς, πρωταρχικός, ύστατος, κύριος, κεντρικός, ταγματάρχης, πρωτεύουσα, φαρδύς, θεμελιώδης, τελικός, συνδετήρας, κύρια, κύριο, κύριας, κύριες
Μεταφράσεις: απώτατος, αρχέγονος, έσχατος, βασικός, κυριότερος, ευρύς, πρωταρχικός, ύστατος, κύριος, κεντρικός, ταγματάρχης, πρωτεύουσα, φαρδύς, θεμελιώδης, τελικός, συνδετήρας, κύρια, κύριο, κύριας, κύριες