Остистый στα ελληνικά
Μετάφραση: остистый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουσάτος, γενειοφόρος, γενειοφόρου, γενειοφόρο, γενειοφόρους, γενειάδα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анормальный στα ελληνικά - ανώμαλος, ασυνήθης, ανώμαλη, μη φυσιολογική, μη φυσιολογικές
- венера στα ελληνικά - Αφροδίτη, Venus, Αφροδίτης, την Αφροδίτη, η Αφροδίτη
- гравировать στα ελληνικά - εκκολάπτομαι, σκαλίζω, λαξεύω, επωάζω, κυνηγώ, γλύφω, μπουκαπόρτα, ...
- доканчивать στα ελληνικά - τελειώνω, τέλος, τερματισμός, περατώνω, dokanchivat
Τυχαίες λέξεις
Остистый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουσάτος, γενειοφόρος, γενειοφόρου, γενειοφόρο, γενειοφόρους, γενειάδα
Μεταφράσεις: μουσάτος, γενειοφόρος, γενειοφόρου, γενειοφόρο, γενειοφόρους, γενειάδα