Отбрасывать στα ελληνικά
Μετάφραση: отбрасывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πέταγμα, ρίχνω, οδηγώ, πετώ, ταμίας, απορρίπτω, αποποιούμαι, απορρίψετε, πετάξτε, απορρίψτε, απορρίψει, απόρριψη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аккуратность στα ελληνικά - συνέπεια, ακριβολογία, ακρίβεια, ακρίβειας, την ακρίβεια, ορθότητα, ακριβεια
- беспокоится στα ελληνικά - άστατος, ανησυχίες, τις ανησυχίες, ανησυχεί, ανησυχία, ανησυχείτε
- возмужалость στα ελληνικά - ωριμότητα, ανδρισμός, ανδρική ηλικία, ανδρισμό, ανδρισμού, τον ανδρισμό
- жестянка στα ελληνικά - πυγμαχώ, κασσίτερος, κουτί, κονσέρβα, μπορώ, κάσα, κασσιτέρου, ...
Τυχαίες λέξεις
Отбрасывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πέταγμα, ρίχνω, οδηγώ, πετώ, ταμίας, απορρίπτω, αποποιούμαι, απορρίψετε, πετάξτε, απορρίψτε, απορρίψει, απόρριψη
Μεταφράσεις: πέταγμα, ρίχνω, οδηγώ, πετώ, ταμίας, απορρίπτω, αποποιούμαι, απορρίψετε, πετάξτε, απορρίψτε, απορρίψει, απόρριψη