Отдаленный στα ελληνικά
Μετάφραση: отдаленный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψυχρός, απομακρυσμένος, ύπουλος, απόμακρος, ενισχύω, δόλιος, απόκεντρος, πλάτη, υποστηρίζω, μακρινός, απομακρυσμένο, απομακρυσμένες, απομακρυσμένη, εξ αποστάσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бровка στα ελληνικά - περιστόμιο, ρέλι, χείλος, σύνορο, μεθόριος, άκρη, μέτωπο, ...
- вожделение στα ελληνικά - λαχτάρα, απορρόφηση, πόθος, βλέψη, καημός, επιθυμία, φιλοδοξία, ...
- госбюджет στα ελληνικά - του κρατικού προϋπολογισμού, κρατικό προϋπολογισμό, κρατικού προϋπολογισμού, κρατικός προϋπολογισμός, τον κρατικό προϋπολογισμό
- двуполый στα ελληνικά - ανδρόγυνος, ανδρόγυνο, ανδρόγυνη, ανδρόγυνα, το ανδρόγυνο
Τυχαίες λέξεις
Отдаленный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψυχρός, απομακρυσμένος, ύπουλος, απόμακρος, ενισχύω, δόλιος, απόκεντρος, πλάτη, υποστηρίζω, μακρινός, απομακρυσμένο, απομακρυσμένες, απομακρυσμένη, εξ αποστάσεως
Μεταφράσεις: ψυχρός, απομακρυσμένος, ύπουλος, απόμακρος, ενισχύω, δόλιος, απόκεντρος, πλάτη, υποστηρίζω, μακρινός, απομακρυσμένο, απομακρυσμένες, απομακρυσμένη, εξ αποστάσεως