Отмахивать στα ελληνικά
Μετάφραση: отмахивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απολύω, παραγνωρίζω, άγνοια, κύμα, Φούρνος, κύματος, κυμάτων, το κύμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безапелляционный στα ελληνικά - τελικός, αυταρχικός, επιτακτικός, ανένδοτος, προστακτικός, αυθαίρετος
- бестселлер στα ελληνικά - βαρώ, σουξέ, χτυπώ, best seller, καλύτερος πωλητής, μπεστ σέλερ, best seller της
- глушить στα ελληνικά - κουκουλώνω, πνίγω, μαρμελάδα, εμπλοκή, μαρμελάδας, εμπλοκής, μαρμελάδες
- жёлчь στα ελληνικά - χολή, χολής, χολικού, χολικών, χολικά
Τυχαίες λέξεις
Отмахивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απολύω, παραγνωρίζω, άγνοια, κύμα, Φούρνος, κύματος, κυμάτων, το κύμα
Μεταφράσεις: απολύω, παραγνωρίζω, άγνοια, κύμα, Φούρνος, κύματος, κυμάτων, το κύμα