Отсортировать στα ελληνικά

Μετάφραση: отсортировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συναναστρέφομαι, είδος, τύπος, ταξινομώ, τακτοποιώ, ξεδιαλέγω, Ταξινόμηση, Ανά, είδους, ταξινόμησης
Отсортировать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бастовать στα ελληνικά - απεργία, χτυπώ, έρχομαι, απεργίας, άσκησης, εξάσκησης, χτύπημα
  • вершина στα ελληνικά - οικόσημο, στίγμα, επισημαίνω, ύψωση, κορυφώνω, θήκη, αιχμή, ...
  • восьмеричный στα ελληνικά - οκτάεδρος, οκταδικού, οκταδικός, οκταδικών, οκταδικά
  • дипломированный στα ελληνικά - πιστοποιημένο, πιστοποιημένα, πιστοποιημένη, πιστοποιείται, πιστοποιηθεί
Τυχαίες λέξεις
Отсортировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συναναστρέφομαι, είδος, τύπος, ταξινομώ, τακτοποιώ, ξεδιαλέγω, Ταξινόμηση, Ανά, είδους, ταξινόμησης