Συναναστρέφομαι στα ρωσικά

Μετάφραση: συναναστρέφομαι, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отсортировать, подбирать, сортировать, водиться, якшаться, водить дружбу, путаясь
Συναναστρέφομαι στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συναναστρέφομαι

συναναστρέφομαι συνώνυμα, συναναστρέφομαι συνωνυμο, συναναστρέφομαι με, συναναστρέφομαι λεξικο, συναναστρέφομαι στα αγγλικα, συναναστρέφομαι λεξικό γλώσσας ρωσικά, συναναστρέφομαι στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • συναισθηματικός στα ρωσικά - сентиментальный, патетический, взволнованный, эмоциональный, волнующий, душевный, эмоциональное, ...
  • συναλλαγή στα ρωσικά - сделка, трансакция, дело, соглашение, операция, запрос, сделки, ...
  • συναντώ στα ρωσικά - схватка, встреча, повстречать, стычка, встречать, столкновение, встречаться, ...
  • συναρμολογώ στα ρωσικά - собирать, скликать, монтировать, созвать, созывать, собраться, собираться, ...
Τυχαίες λέξεις
Συναναστρέφομαι στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: отсортировать, подбирать, сортировать, водиться, якшаться, водить дружбу, путаясь