Оттягивать στα ελληνικά
Μετάφραση: оттягивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μένω, αναβάλλω, βγάζω γάντια, παραλαμβάνεται, να αποσύρεται η, να αποσύρεται, αναρροφά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аналитический στα ελληνικά - αναλυτικός, αναλυτική, αναλυτικές, ανάλυσης, αναλυτικών
- брыкнуться στα ελληνικά - κλοτσώ, bryknutsya
- вываривать στα ελληνικά - βράζω, περίληψη, σύνοψη, επιτομή, πέψης, προϊόν πέψης
- жиронепроницаемый στα ελληνικά - λαδόχαρτο, αντικολλητικό, αδιαπέραστο σε λιπαρές, αδιαπέραστος από λιπαρές ουσίες, από λιπαρές ουσίες
Τυχαίες λέξεις
Оттягивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μένω, αναβάλλω, βγάζω γάντια, παραλαμβάνεται, να αποσύρεται η, να αποσύρεται, αναρροφά
Μεταφράσεις: μένω, αναβάλλω, βγάζω γάντια, παραλαμβάνεται, να αποσύρεται η, να αποσύρεται, αναρροφά