Охотиться στα ελληνικά

Μετάφραση: охотиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυνηγώ, κυνήγι, Hunt, το κυνήγι, κυνηγιού, κυνηγούν
Охотиться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • адмиралтейство στα ελληνικά - ναυαρχείο, ναυαρχία, Admiralty, Ναυτικό Δίκαιο, ναυαρχείου
  • анофелес στα ελληνικά - ανώνυμος, ανωφελές κουνούπι, Anopheles, ειδών Anopheles, Ανωφελούς, του Anopheles
  • вздуть στα ελληνικά - φουσκώνουν, διογκώσει, φουσκώνει, διογκώνουν, φουσκώσει
  • диссидент στα ελληνικά - διαφωνών, αντιφρονούντα, αντιφρονών, αντιφρονούντων, αντιφρονούντος
Τυχαίες λέξεις
Охотиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυνηγώ, κυνήγι, Hunt, το κυνήγι, κυνηγιού, κυνηγούν