Очаровывать στα ελληνικά
Μετάφραση: очаровывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαγεύω, θέλγω, σαγηνεύω, γοητεύω, δελεάζω, συναρπάζουν, μαγέψουν, συναρπάζει, γοητεύουν, συναρπάσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безотносительный στα ελληνικά - ανεξαρτήτως, ανεξάρτητα, ανεξάρτητα από, ασχέτως
- вероотступник στα ελληνικά - μετάφραση, αποστάτης, αποστάτη, αποστάτιδα, αποστατική, apostate
- двоежёнец στα ελληνικά - διγαμία, dvoezhёnets
- декантировать στα ελληνικά - αποσταλάζω, μεταγγίζω, αποχέεται, αποχύστε, χύστε το υπερκείμενο υγρό
Τυχαίες λέξεις
Очаровывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαγεύω, θέλγω, σαγηνεύω, γοητεύω, δελεάζω, συναρπάζουν, μαγέψουν, συναρπάζει, γοητεύουν, συναρπάσει
Μεταφράσεις: μαγεύω, θέλγω, σαγηνεύω, γοητεύω, δελεάζω, συναρπάζουν, μαγέψουν, συναρπάζει, γοητεύουν, συναρπάσει