Период στα ελληνικά
Μετάφραση: период, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εποχή, φορά, διάστημα, ξόρκι, κύκλος, συλλαβίζω, σκηνοθετώ, περίοδος, χουρμάς, φάση, στάδιο, σκηνή, ημερομηνία, ώρα, καιρός, μέρα, διάρκεια, περίοδο, περιόδου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- водворить στα ελληνικά - εγκαθίσταμαι, κανονίζω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
- выводить στα ελληνικά - δακτυλογραφώ, ίχνος, αντλώ, είδος, αναπαράγω, ράτσα, προκαλώ, ...
- девка στα ελληνικά - στυφός, τάρτα, πατσαβούρα, καυστικός, κορίτσι, πόρνη, υπηρέτρια, ...
- дуга στα ελληνικά - αψίδα, χείλος, κόμπος, φιόγκος, καμπύλη, τόξο, κυρτώνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Период στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εποχή, φορά, διάστημα, ξόρκι, κύκλος, συλλαβίζω, σκηνοθετώ, περίοδος, χουρμάς, φάση, στάδιο, σκηνή, ημερομηνία, ώρα, καιρός, μέρα, διάρκεια, περίοδο, περιόδου
Μεταφράσεις: εποχή, φορά, διάστημα, ξόρκι, κύκλος, συλλαβίζω, σκηνοθετώ, περίοδος, χουρμάς, φάση, στάδιο, σκηνή, ημερομηνία, ώρα, καιρός, μέρα, διάρκεια, περίοδο, περιόδου