Пикантность στα ελληνικά
Μετάφραση: пикантность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπαχαρικό, καρύκευμα, γεύση, ζήλος, καρυκεύω, γεύομαι, νοστιμάδα, σπινθιρίζων, νοστιμάδα που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бородавка στα ελληνικά - κονδύλωμα, κρεατοελλιά, κονδυλωμάτων, μυρμηγκιά, ακροχορδώνα, ακροχόρδονες
- вокалист στα ελληνικά - μουσικός, τραγουδιστής, αοιδός, τραγουδιστή, τραγουδίστρια, φωνητικά
- гектометр στα ελληνικά - hectometre
- грызться στα ελληνικά - μάχομαι, μάχη, διαπληκτίζομαι, καταπολεμώ, καυγαδίζω, καυγάς, φιλονικία, ...
Τυχαίες λέξεις
Пикантность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπαχαρικό, καρύκευμα, γεύση, ζήλος, καρυκεύω, γεύομαι, νοστιμάδα, σπινθιρίζων, νοστιμάδα που
Μεταφράσεις: μπαχαρικό, καρύκευμα, γεύση, ζήλος, καρυκεύω, γεύομαι, νοστιμάδα, σπινθιρίζων, νοστιμάδα που