Плавить στα ελληνικά
Μετάφραση: плавить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιώνω, φυτίλι, τρέχω, φιτίλι, ηχώ, τήξης, τήξη, τήγματος, τήγμα, τήξεως
Μεταφράσεις
- босяк στα ελληνικά - αγύρτης, αλήτης, μόρτης, ελεύθερα φορτηγά πλοία, με ελεύθερα φορτηγά πλοία, ελεύθερα φορτηγά, με ελεύθερα φορτηγά
- вонзаться στα ελληνικά - βυθίζομαι, βυθίζω, νεροχύτης, ναυαγώ, μπαίνω, εισέρχομαι, vonzatsya
- дозатор στα ελληνικά - Αεροζόλ, μπολάκι, δοσιμετρικόν, Batcher, στοιβάξεως
- жупел στα ελληνικά - φάντασμα, μπαμπούλα, bogey, μπαμπούλων, μπαμπούλας
Τυχαίες λέξεις
Плавить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιώνω, φυτίλι, τρέχω, φιτίλι, ηχώ, τήξης, τήξη, τήγματος, τήγμα, τήξεως
Μεταφράσεις: λιώνω, φυτίλι, τρέχω, φιτίλι, ηχώ, τήξης, τήξη, τήγματος, τήγμα, τήξεως