Подковать στα ελληνικά

Μετάφραση: подковать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεταλώνω, παπούτσι, τραντάζω, hack, αμυχή, σιδηροπρίονο, μεράκι, την αμυχή
Подковать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аляска στα ελληνικά - Αλάσκα, Αλάσκας, alaska, της Αλάσκας, την Αλάσκα
  • воспитать στα ελληνικά - θετός, εκπαιδεύω, σηκώνω, ανατρέφω, αναστηλώνω, τρένο, πισινός, ...
  • двухсотлетний στα ελληνικά - διακοσαετής, δισεκατονταετές, δισεκατονταετή, δισεκατονταετής, bicentennial
  • дурак στα ελληνικά - βεντούζα, χυμός, μούρη, παλαβός, κούπα, βαθμός, κάνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Подковать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεταλώνω, παπούτσι, τραντάζω, hack, αμυχή, σιδηροπρίονο, μεράκι, την αμυχή