Подопытный στα ελληνικά

Μετάφραση: подопытный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πειραματικός, δοκιμαστικός, πειραματική, πειραματικές, πειραματικά, πειραματικό
Подопытный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • веер στα ελληνικά - ανεμιστήρας, βεντάλια, οπαδός, ανεμιστήρα, fan, του ανεμιστήρα
  • выкопать στα ελληνικά - σκάβω, νύξη, κέντρισμα, σαρκασμός, ανασκαφή, σκάβουν, dig, ...
  • долгоносик στα ελληνικά - μαμούνι, ρυγχωτός κάνθαρος, κάνθαρος, ρυγχωτός, ρυγχωτό σκαθάρι
  • единоличник στα ελληνικά - αγρότης, ατομική αγροτική, η ατομική αγροτική
Τυχαίες λέξεις
Подопытный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πειραματικός, δοκιμαστικός, πειραματική, πειραματικές, πειραματικά, πειραματικό