Подпалить στα ελληνικά

Μετάφραση: подпалить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καίω, περικαίω, τσουρουφλίζω, μονόκλωνη, singe, τσουρουφλίζονται
Подпалить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • баррель στα ελληνικά - βαρέλι, το βαρέλι, κύλινδρο, βαρελιού, κάννη
  • взвешиваться στα ελληνικά - λέπι, κλιμάκωση, ζυγίζω, κλίμακας, κλίμακα, ζυγίζουν, ζυγίζει, ...
  • воспитательница στα ελληνικά - καθηγητής, καθηγήτρια, δασκάλα, δάσκαλος, παιδαγωγός, γκουβερνάντα, παιδαγωγό, ...
  • вымученный στα ελληνικά - κοπιαστικός, καταβεβλημένος, πολύμοχθος, βαρύς, δούλευαν, εργώδη, δυσκολία στην, ...
Τυχαίες λέξεις
Подпалить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καίω, περικαίω, τσουρουφλίζω, μονόκλωνη, singe, τσουρουφλίζονται