Подпевать στα ελληνικά
Μετάφραση: подпевать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνοδεύω, ακολουθώ, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безмозглый στα ελληνικά - χαζός, θαμπός, άμυαλος, αμυδρός, θολωμένος, ανεγκέφαλος, θολός, ...
- бесхозяйственность στα ελληνικά - κακοδιαχείριση, κακοδιαχείρισης, κακή διαχείριση, κακής διαχείρισης, της κακοδιαχείρισης
- гонор στα ελληνικά - αλαζονεία, έπαρση, υπεροψία, αλαζονείας, την αλαζονεία, η αλαζονεία
- дальнозоркость στα ελληνικά - όραση, πρεσβυωπία, υπερμετρωπία, διορατικότητα, farsightedness, το farsightedness
Τυχαίες λέξεις
Подпевать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνοδεύω, ακολουθώ, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν
Μεταφράσεις: συνοδεύω, ακολουθώ, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν