Позолотить στα ελληνικά
Μετάφραση: позолотить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιχρυσώνω, overgild
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ареал στα ελληνικά - φάσμα, διακυμαίνομαι, εμβέλεια, έκταση, περιοχή, περιοχής, χώρο, ...
- бедовый στα ελληνικά - τόλμημα, καυτός, τόλμη, κακό, αταξία, αταξίες, σκανταλιές, ...
- гевея στα ελληνικά - seringa
- громоздить στα ελληνικά - στοίβα, στοιβάδα, συσσωρεύω, σωρός, στοιβάζω, σωρό, σωρού, ...
Τυχαίες λέξεις
Позолотить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιχρυσώνω, overgild
Μεταφράσεις: επιχρυσώνω, overgild