Полупроводник στα ελληνικά
Μετάφραση: полупроводник, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρανζίστορ, ημιαγωγός, ημιαγωγών, ημιαγωγού, ημιαγωγό, των ημιαγωγών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беззубый στα ελληνικά - αδύναμος, άγευστος, ασθενικός, ανούσιος, ανίσχυρος, φαφούτης, χωρίς δόντια, ...
- бикини στα ελληνικά - μπικίνι, του μπικίνι, bikini, μπικίνι που, μπικίνι για
- влагонепроницаемый στα ελληνικά - υγρασία, υγρασίας, την υγρασία, σε υγρασία, της υγρασίας
- высыпать στα ελληνικά - βάζω, χιμώ, ρίχνω, άδειο, κενή, κενό, κενών, ...
Τυχαίες λέξεις
Полупроводник στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρανζίστορ, ημιαγωγός, ημιαγωγών, ημιαγωγού, ημιαγωγό, των ημιαγωγών
Μεταφράσεις: τρανζίστορ, ημιαγωγός, ημιαγωγών, ημιαγωγού, ημιαγωγό, των ημιαγωγών