Поморозить στα ελληνικά
Μετάφραση: поморозить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταψύχω, παγώνω, κρουσταλλιάζω, πάγωμα, παγώσει, καταψύχετε, να παγώσει, παγώσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- возрождающийся στα ελληνικά - αναδυόμενος, αναζωπύρωση, ανακάμπτουσα, αναζωπύρωση της, αναζωπύρωση του
- душно στα ελληνικά - είναι, ότι είναι, αυτό είναι, πρόκειται για, ότι βρίσκεται
- дымоход στα ελληνικά - φουγάρο, σήραγγα, τούνελ, χωνί, καμινάδα, καμινάδας, καπνοδόχου, ...
- живот στα ελληνικά - στομάχι, κοιλιά, προκοίλι, στομάχου, του στομάχου, το στομάχι, στο στομάχι
Τυχαίες λέξεις
Поморозить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταψύχω, παγώνω, κρουσταλλιάζω, πάγωμα, παγώσει, καταψύχετε, να παγώσει, παγώσουν
Μεταφράσεις: καταψύχω, παγώνω, κρουσταλλιάζω, πάγωμα, παγώσει, καταψύχετε, να παγώσει, παγώσουν