Поникнуть στα ελληνικά
Μετάφραση: поникнуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σημαία, απαγχονίζω, μπαϊράκι, λάβαρο, ταπεινωθεί, ταπείνωσε, ταπεινωμένος, humbled, σεμνότητα αλλά
Μεταφράσεις
- варежка στα ελληνικά - ψευτογάντι, γάντι, mitten, Μανίκια, γαντιού
- вклад στα ελληνικά - χωρίζω, ίζημα, κλήρος, επαναθέτω, μοιράζω, συμβολή, χάρισμα, ...
- гранулированный στα ελληνικά - κοκκώδης, κοκκώδη, κοκκώδες, κοκκώδους, κόκκους
- диаспора στα ελληνικά - διασπορά, διασποράς, της διασποράς, τη διασπορά
Τυχαίες λέξεις
Поникнуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σημαία, απαγχονίζω, μπαϊράκι, λάβαρο, ταπεινωθεί, ταπείνωσε, ταπεινωμένος, humbled, σεμνότητα αλλά
Μεταφράσεις: σημαία, απαγχονίζω, μπαϊράκι, λάβαρο, ταπεινωθεί, ταπείνωσε, ταπεινωμένος, humbled, σεμνότητα αλλά