Поражать στα ελληνικά
Μετάφραση: поражать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτίθεμαι, επηρεάζω, χτυπώ, επίθεση, επιδρομή, έρχομαι, κρούση, ξαφνιάζω, εκπλήσσω, απεργία, εισβάλλω, αποβλακώνω, αποσβολώνω, πνίγω, συντρίβω, ζαλίζω, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- антагонист στα ελληνικά - ανταγωνιστής, ανταγωνιστή, ανταγωνιστού, ανταγωνιστή του, ανταγωνιστική
- буфет στα ελληνικά - μπαρ, παγούρι, ντουλάπι, μπουφές, κάγκελο, φράζω, καντίνα, ...
- внук στα ελληνικά - εγγονός, εγγονό, τον εγγονό, εγγονού, ο εγγονός
- всходы στα ελληνικά - ρελιάζω, πλέκω, κοτσίδα, νεαρό, νεαρών, νεαρός, νεαρή, ...
Τυχαίες λέξεις
Поражать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτίθεμαι, επηρεάζω, χτυπώ, επίθεση, επιδρομή, έρχομαι, κρούση, ξαφνιάζω, εκπλήσσω, απεργία, εισβάλλω, αποβλακώνω, αποσβολώνω, πνίγω, συντρίβω, ζαλίζω, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Μεταφράσεις: επιτίθεμαι, επηρεάζω, χτυπώ, επίθεση, επιδρομή, έρχομαι, κρούση, ξαφνιάζω, εκπλήσσω, απεργία, εισβάλλω, αποβλακώνω, αποσβολώνω, πνίγω, συντρίβω, ζαλίζω, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει