Порицать στα ελληνικά
Μετάφραση: порицать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταδικάζω, ψέγω, επικρίνω, εγκαλώ, αποπαίρνω, επιτιμώ, επίπληξη, κατηγορώ, μέμφομαι, ελεεινολογώ, μέμψη, αποδοκιμάζω, κατακρίνω, μομφή, μομφής, δυσπιστίας, πρόταση μομφής, λογοκρισία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автоматизироваться στα ελληνικά - αυτοματοποιώ, να αυτοματοποιηθεί, να είναι αυτοματοποιημένη, να αυτοματοποιηθούν, είναι αυτοματοποιημένη, αυτοματοποίηση
- архидиакон στα ελληνικά - αρχιδιάκονος, αρχιδιάκονο, αρχιδιακόνου του, αρχιδιακόνου, ο αρχιδιάκονος
- бездомный στα ελληνικά - άστεγος, άστεγοι, άστεγους, αστέγων, αστέγους
- завершенность στα ελληνικά - ωριμότητα, πληρότητα, πληρότητας, την πληρότητα, η πληρότητα, της πληρότητας
Τυχαίες λέξεις
Порицать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταδικάζω, ψέγω, επικρίνω, εγκαλώ, αποπαίρνω, επιτιμώ, επίπληξη, κατηγορώ, μέμφομαι, ελεεινολογώ, μέμψη, αποδοκιμάζω, κατακρίνω, μομφή, μομφής, δυσπιστίας, πρόταση μομφής, λογοκρισία
Μεταφράσεις: καταδικάζω, ψέγω, επικρίνω, εγκαλώ, αποπαίρνω, επιτιμώ, επίπληξη, κατηγορώ, μέμφομαι, ελεεινολογώ, μέμψη, αποδοκιμάζω, κατακρίνω, μομφή, μομφής, δυσπιστίας, πρόταση μομφής, λογοκρισία