Μέμφομαι στα ρωσικά

Μετάφραση: μέμφομαι, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
порицать, критиковать, бранить, упрек, упрекнуть, упрекать, упрека, укор
Μέμφομαι στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μέμφομαι

μέμφομαι συνώνυμο, μέμφομαι τον αιώνα, μέμφομαι σημασία, μέμφομαι λεξικό γλώσσας ρωσικά, μέμφομαι στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • μέλι στα ρωσικά - милая, любимая, медок, мёд, мед, меда, медом, ...
  • μέλος στα ρωσικά - концовка, ветвь, представитель, партнер, сотрудник, участник, лимб, ...
  • μέμψη στα ρωσικά - хаять, порицать, порочить, нарекание, позорить, порицание, цензура, ...
  • μέντα στα ρωσικά - отчеканить, мята, выкрасить, происхождение, создавать, новый, новехонький, ...
Τυχαίες λέξεις
Μέμφομαι στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: порицать, критиковать, бранить, упрек, упрекнуть, упрекать, упрека, укор