Постановлять στα ελληνικά
Μετάφραση: постановлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποφασίζω, διάταγμα, λύνω, θέσπισμα, διευθετώ, θεσπίζω, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- барракуда στα ελληνικά - σφυραίνα, Barracuda, μπαρακούντα, το barracuda, Η Barracuda
- вертикальный στα ελληνικά - κάθετος, ανεγείρω, τίμιος, αναστηλώνω, όρθιος, ορθώνω, δοκάρι, ...
- генетта στα ελληνικά - Genet, Ζενέ, Οβηβί, Οεηεί
- депозит στα ελληνικά - προσχώνω, επαναθέτω, ίζημα, κατάθεση, κατάθεσης, καταθέσεων, προκαταβολή, ...
Τυχαίες λέξεις
Постановлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποφασίζω, διάταγμα, λύνω, θέσπισμα, διευθετώ, θεσπίζω, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
Μεταφράσεις: αποφασίζω, διάταγμα, λύνω, θέσπισμα, διευθετώ, θεσπίζω, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που