Потребитель στα ελληνικά
Μετάφραση: потребитель, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγοραστής, εργοδότης, καταναλωτής, χρήστης, καταναλωτών, καταναλωτή, των καταναλωτών, καταναλωτές
Μεταφράσεις
- ага στα ελληνικά - Yup, Το Yup
- бесперебойный στα ελληνικά - διαρκής, λείος, ομαλός, τακτικός, ομαλή, λεία, ομαλής, ...
- бесценок στα ελληνικά - αράπικα φιστίκια, φιστίκια, φυστίκια, τα φιστίκια, αραχίδες
- гаичка στα ελληνικά - χτύπημα, Tit, Τιτ, αιγίθαλος, βυζί
Τυχαίες λέξεις
Потребитель στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγοραστής, εργοδότης, καταναλωτής, χρήστης, καταναλωτών, καταναλωτή, των καταναλωτών, καταναλωτές
Μεταφράσεις: αγοραστής, εργοδότης, καταναλωτής, χρήστης, καταναλωτών, καταναλωτή, των καταναλωτών, καταναλωτές