Καταναλωτής στα ρωσικά
Μετάφραση: καταναλωτής, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
едок, потребитель, потребительских, потребителей, потребительского, потребителем
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταναλωτής
ορθολογικός καταναλωτής, ο καταναλωτήσ, καταναλωτής λεξικό, καταναλωτής παράγοντες που επιδρούν στην καταναλωτική συμπεριφορά, καταναλωτής ορισμός, καταναλωτής λεξικό γλώσσας ρωσικά, καταναλωτής στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- κατανάλωση στα ρωσικά - затрата, потребление, чахотка, увядание, расход, расходование, потребления, ...
- κατανέμω στα ρωσικά - нормировать, рацион, делить, локализовать, распределить, расположить, выделять, ...
- καταναλώνω στα ρωσικά - быть, тратить, расточать, расходовать, потребить, съедать, снедать, ...
- κατανικώ στα ρωσικά - победить, превозмогать, побеждать, превозмочь, преодолеть, перебороть, покорять, ...
Τυχαίες λέξεις
Καταναλωτής στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: едок, потребитель, потребительских, потребителей, потребительского, потребителем
Μεταφράσεις: едок, потребитель, потребительских, потребителей, потребительского, потребителем